κομπάρσος

κομπάρσος
Βοηθητικό, συνήθως βουβό, πρόσωπο σε θεατρική παράσταση και σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές και σε κάθε θεατρικό είδος. Ενώ στο δραματικό θέατρο ο αριθμός τους ήταν συνήθως περιορισμένος, στο λυρικό θέατρο συμμετείχαν συχνά για να προσδώσουν στην παράσταση έναν τόνο μεγαλοπρέπειας, κυρίως στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αι., όπως για παράδειγμα στη σκηνή του θριάμβου στην Αΐντα. Έως τον 19o αι. οι κ. αμείβονταν ελάχιστα και οι θιασάρχες τούς χρησιμοποιούσαν μόνο και μόνο επειδή το απαιτούσε το θεατρικό κείμενο, χωρίς να συνειδητοποιούν τη σημασία τους για τη γενική αρμονία του θεάματος. Στις ημέρες μας είναι πλέον οργανωμένοι σε σωματεία, έχουν κατακτήσει ορισμένα δικαιώματα και, στο μοντέρνο θέατρο, συμμετέχουν ενεργά στην παράσταση. Στον κινηματογράφο οι κ. διακρίνονται στους ειδικούς, οι οποίοι επιτελούν μια σαφώς εξατομικευμένη δράση και προσλαμβάνονται βάσει συγκεκριμένων προσόντων, ηλικίας, εμφάνισης και της ικανότητάς τους στην εκτέλεση του ρόλου που τους έχει εμπιστευθεί ο σκηνοθέτης, και στους μαζικούς, η εργασία των οποίων είναι στενά συνδεδεμένη με τις λεγόμενες μαζικές σκηνές στις ιστορικές, περιπετειώδεις και πολεμικές ταινίες. Αν και οι τελευταίοι δεν είναι απαραίτητο να διαθέτουν ιδιαίτερα προσόντα, ωστόσο το ανώνυμο πρόσωπό τους μπορεί να αποκτήσει σε μια ταινία μεγάλη εκφραστική σημασία. Σκηνή από την ταινία «Κλεοπάτρα» (1961-63), στην οποία συμμετείχε μεγάλος αριθμός κομπάρσων.
* * *
ο
1. βοηθητικό πρόσωπο, συνήθως βουβό, που εμφανίζεται σε μικρό ρόλο σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
2. μτφ. άνθρωπος που διαδραματίζει εντελώς ασήμαντο ρόλο σε κάποια πράξη ή εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comparsa < ρ. comparire «εμφανίζομαι» < λατ. compareo «φαίνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομπάρσος — ο (λ. ιταλ.) 1. βοηθητικό πρόσωπο θεατρικής παράστασης ή κινηματογραφικής ταινίας. 2. άσημο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαλεντίνο, Ροδόλφο — (Rudolph Valentino, Τάρας, Ιταλία 1895 – Νέα Υόρκη 1926). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ιταλικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου Ροντόλφο Τζουλιέλμι (Rodolfo Guglielmi). Μετανάστευσε το 1913 στις HΠΑ, όπου έκανε διάφορα επαγγέλματα… …   Dictionary of Greek

  • Βίντορ, Κινγκ — (King Vidor, Γκάλβεστον, Τέξας 1894 – 1982).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ως κομπάρσος και βοηθός οπερατέρ και γύρισε την πρώτη του ταινία το 1919. Είχε επιτυχημένη καριέρα τόσο στον βωβό όσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”